- εὐτείχιστος
- εὐτείχ-ιστος, ον,A well-fortified, f.l. for ἀτ-, Plb.3.90.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐτείχιστος — well fortified masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτείχιστος — η, ο (Α εὐτείχιστος, ον) ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός νεοελλ. αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α τείχιστος, θαλασσο τείχιστος] … Dictionary of Greek
εὐτείχιστον — εὐτείχιστος well fortified masc/fem acc sg εὐτείχιστος well fortified neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτειχίστοις — εὐτείχιστος well fortified masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτειχίστου — εὐτείχιστος well fortified masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτειχίστων — εὐτείχιστος well fortified masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτειχίστῳ — εὐτείχιστος well fortified masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)